διδύμοισι

διδύμοισι
δίδυμος
double
masc/neut dat pl (epic ionic aeolic)
δίδυμος
double
masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Διδύμοισι — Δίδυμος double masc dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνωρίζω — και αττ. τ. ξυνωρίζω Α [συνωρίς, ίδος] 1. (σχετικά με ζώα) τοποθετώ στον ίδιο ζυγό 2. (αμτβ.) συνδέομαι («ἰχθύσιν ἤ Διδύμοισι συνωρίζουσι κατ αἴθρην», Μαν.) 3. (το β εν. πρόσ. προστ. μέσ. ενεστ.) ξυνωρίζου (ενν. χέρα) ένωσε το χέρι σου με το δικό …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”